Παρ’ότι υποεκτιμημένη και άγνωστη εν πολλοίς νόσος, αποτελεί μία κοινότατη αιτία παθογένειας του εξωτερικού γεννητικού οργάνου του άρρενος.
Τα προβλήματα που προκαλεί συνήθως αντιμετωπίζονται λανθασμένα εξαιτίας αδυναμίας αναγνωρίσεως αυτής της νοσογόνου οντότητος αφενός και της αδυναμίας κατανοήσεως της φυσικής της εξέλιξης αφετέρου.
Η ΒΧΟ προσβάλλει ολόκληρο το ηλικιακό φάσμα του άρρενος ασθενούς. Συνηθέστερα όμως η αρχική της προσβολή συναντάται σε νεαρούς ενηλίκους.
Το πιό σύνηθες αρχικό της σύμπτωμα είναι η στένωση της ακροποσθίας και η επακόλουθη φίμωση που συνοδεύεται συνήθως απο εμφανή και χαρακτηριστικό λευκό αποχρωματισμό των προσβεβλημένων ιστών.
Οι σεξουαλικά ενεργοί ασθενείς, αντιλαβάνονται την αρχική παρουσία της νόσου κυρίως εξαιτίας των μικρών ή και μεγαλύτερων σχάσεων του δέρματος της ακροποσθίας που επισυμβαίνει κατα τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.
Ενώ στα πολύ αρχικά της στάδια ή στην πολύ ήπια μορφή της η νόσος μπορεί να ελεγχθεί (χωρίς όμως να θεραπεύεται) με τη χρήση τοπικών επαλείψεων ισχυρών στεροειδών (ιδίως στα παιδιά), η μόνη γνωστή και αποτελεσματική θεραπεία της είναι μόνο χειρουργική.
Η έγκαιρη ολική περιτομή αποβαίνει συνήθως θεραπευτική ενώ οι λευκές περιοχές της βαλάνου που ενδέχεται να συνυπάρχουν της φιμώσεως και υποδηλώνουν την προσβολή του βαλανικού επιθηλίου απο τη νόσο, συνήθως υποχωρούν εντελώς μετά την επέμβαση ή εάν παραμείνουν, βελτιώνονται με το πέρας του χρόνου.
Εάν παρ’όλα αυτά η αρχική ΒΧΟ προσβολή αγνοηθεί και η νόσος αφαιθεί ανεξέλεγκτη χωρίς θεραπεία, η ήδη υφιστάμενη φλεγμονώδης διεργασία και η επακόλουθη ουλοποίηση προκαλούν σύντηξη του έσω πετάλου της ακροποσθίας με το επιθήλιο της βαλάνου καθιστώντας τη αρχική επέμβαση της ολικής περιτομής δύσκολη, απαιτώντας εξειδικευμένη αντιμετώπιση απο έμπειρο επανορθωτικό χειρουργό.
Σε πιό παραμελημένες περιπτώσεις όπoυ το επιθήλιο της βαλάνου καθίσταται εξεσημασμένα ουλοποιημένο, ρικνωτικό και εξελκωμένο (unstable glans), απαιτείται η πλήρης αντικατάσταση του βαλανικού επιθηλίου με υγιές δερματικό αυτομόσχευμα (glans resurfacing).
Σε ακόμη περαιτέρω παραμέληση, η νόσος επεκτείνεται έρποντας επι του βαλανικού επιθηλίου μέχρι της προσβολής των ουρηθρικών χειλέων ενώ στη συνέχεια καταδύεται εντός της ουρήθρας, όπου προκαλεί βαθμιαία ουρηθρική στένωση μέχρι της πλήρους αποφράξεως. Οι ασθενείς αντιλαμβάνονται αρχικά τη προσβολή των ουρηθρικών χειλέων και του τελικού τμήματος της ουρήθρας ως “σπρέϋ” κατα την ούρηση, ενώ στη συνέχεια και με την πρόοδο της νόσου παρατηρούν μείωση της ακτίνας της ουρηθρικής ροής και τέλος απόλυτη αδυναμία ουρήσεως.
Η συμβατική ουρολογική αντιμετώπιση αυτού του είδους της ουρηρθικής στενώσεως, με αλλεπάλληλες διαστολές και οπτικές ουρηθροτομές (ενδοσκοπική επέμβαση) παρέχει πρόσκαιρη ανακούφιση των συμπτωμάτων, ενώ επιτρέπει στη νόσο να υφίσταται, να επεκτείνεται διαρκώς και να προσβάλλει ακόμη μεγαλύτερη έκταση υγιούς ουροθηλίου.
Η μόνη ριζική θεραπεία της εγκατεστημένης ΒΧΟ ουρηθρικής στενώσεως είναι η χειρουργική αντικατάσταση του προσβεβλημένου τμήματος της ουρήθρας με υγιές μόσχευμα στοματικού (υποχρεωτικά υδροβίου) βλεννογόνου (“Ουρηθροπλαστική αντικατάστασης”).
Όσο περισσότερο αναβάλλεται η ριζική χειρουργική αντιμετώπιση, τόσο περισσότερο δύσκολη και εκτεταμένη καθίσταται.
Ίσως η σοβαρότερη συνέπεια της ΒΧΟ προσβολής είναι η δυνατότητα κακοήθους μεταπλασίας των προσβεβλημένων ιστών και η ανάπτυξη πεϊκού καρκίνου (βλέπε: πεϊκός καρκίνος) μίας ευτυχώς λιγότερο συχνής κλινικής οντότητας που κυρίως αφορά περιστατικά παραμελημένα για πολλά χρόνια.